- τζόκεϋ
- και τζόκεϊ, ο, Νάκλ.1. επαγγελματίας αναβάτης αλόγων τού ιπποδρόμου2. (και ως ουδ.) το τζόκεϋ ή τζόκεϊείδος καπέλου με μικρό γείσο.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. jockey, σκωτικό υποκορ. τού ον. John].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Всадник с мыса Артемисион — … Википедия
ιππηλάτης — ο (ΑΜ ἱππηλάτης και ας, ομηρ. μόνο ίππηλάτα, ως επίθ.) νεοελλ. ιππέας ιπποδρομίου, αναβάτης, αυτός που τρέχει πάνω σε άλογο σε ιππικούς αγώνες, κν. τζόκεϋ || (μσν. αρχ.) αυτός που οδηγεί ίππο ή άρμα αρχ. 1. ο μαχόμενος έφιππος ή πάνω σε άρμα,… … Dictionary of Greek